- φριμαγμός
- φρῑμ-αγμός, ὁ,A snorting, of any motions of rampant animals, of horses, Lyc.244; of goats, Poll.5.88, D.H.Comp.16 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φριμαγμός — snorting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φριμαγμός — ο, ΝΜΑ [φριμάσσομαι] το φρίμασμα αρχ. (κατά τον Αμμών.) «φριμαγμός ἡ τοῦ τράγου φωνή» … Dictionary of Greek
φριμαγμός — ο το φρύαγμα, το φρίμασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φριμαγμοῖς — φριμαγμός snorting masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φριμαγμοῦ — φριμαγμός snorting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φριμαγμούς — φριμαγμός snorting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φριμαγμόν — φριμαγμός snorting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρίμασμα — και φρούμασμα, το, Ν [φριμάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φριμάζω, φριμαγμός … Dictionary of Greek